καρκινόχειρες

καρκινόχειρες
καρκῐνόχειρες, ων,
A with crab's claws for hands, Luc.VH1.35.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρκινόχειρες — καρκινόχειρες, οἱ (Α) άνθρωποι που κατά μυθολογική αντίληψη είχαν χηλές, δηλ. δαγκάνες, καβουριών αντί για χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + χειρες (< χείρ), πρβλ. εκατόγ χειρες] …   Dictionary of Greek

  • καρκινόχειρες — with crab s claws for hands masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”